- ερημικός
- -ή, -ό (AM ἐρημικός, -ή, -όν) [έρημος]1. αυτός που ανήκει, που αναφέρεται στην ερημιά, απάτητος, έρημος, απόκεντρος, ασύχναστος2. αυτός που ζει στην ερημιά, εκεί που δεν συχνάζει άνθρωπος, αυτός που βρίσκεται στην έρημο, μονήρης, μοναχικός, ασυντρόφευτοςαρχ.(το ουδ. ως ουσ. ως τοπωνύμιο) τὰ Ἐρημικά («ἐξήγαγέ μέ ἔξω τῆς πόλεως εἰς τὰ λεγόμενα Ἐρημικά» — με έβγαλε έξω από την πόλη, στην περιοχή που λέγεται Ερημικά, Παλλάδ.)αρχ.φρ. «ἐρημικός βίος» — ο βίος τού ερημίτη.επίρρ...ερημικώς και -ά. απομακρυσμένα, απομονωμένα, μοναχικά, στην έρημο.
Dictionary of Greek. 2013.